- αποκαρδιωμένος
- niedergeschlagen
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
αθαρσής — ἀθαρσής, ές (Α) 1. αυτός που έχασε το θάρρος του, που πτοήθηκε, αποθαρρυμένος, αποκαρδιωμένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀθαρσές έλλειψη θάρρους, δειλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θάρσος. ΠΑΡ. αθαρσέω] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
αποκαρδιώνομαι — αποκαρδιώνομαι, αποκαρδιώθηκα, αποκαρδιωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής